ἐκθλίβω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἐκθλίβω
<
ἐκ
+
θλίβω
Ρήμα
ἐκθλίβω
(
παθητική φωνή
:
ἐκθλίβομαι
)
(
συμ
)
πιέζω
κάτι
εξωθώ
αφαιρώ
με
πίεση
τον χυμό,
στείβω
(
φρούτα
,
σταφύλια
κ.ά.),
εκθλίβω
(
γραμματική
)
εκθλίβω
,
προκαλώ
έκθλιψη
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.