ἐρύγμηλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐρύγμηλος | ἡ | ἐρυγμήλη | τὸ | ἐρύγμηλον |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐρυγμήλου | τῆς | ἐρυγμήλης | τοῦ | ἐρυγμήλου |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐρυγμήλῳ | τῇ | ἐρυγμήλῃ | τῷ | ἐρυγμήλῳ |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐρύγμηλον | τὴν | ἐρυγμήλην | τὸ | ἐρύγμηλον |
| κλητική ὦ! | ἐρύγμηλε | ἐρυγμήλη | ἐρύγμηλον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐρύγμηλοι | αἱ | ἐρύγμηλαι | τὰ | ἐρύγμηλᾰ |
| γενική | τῶν | ἐρυγμήλων | τῶν | ἐρυγμήλων | τῶν | ἐρυγμήλων |
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐρυγμήλοις | ταῖς | ἐρυγμήλαις | τοῖς | ἐρυγμήλοις |
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐρυγμήλους | τὰς | ἐρυγμήλᾱς | τὰ | ἐρύγμηλᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐρύγμηλοι | ἐρύγμηλαι | ἐρύγμηλᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρυγμήλω | τὼ | ἐρυγμήλᾱ | τὼ | ἐρυγμήλω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐρυγμήλοιν | τοῖν | ἐρυγμήλαιν | τοῖν | ἐρυγμήλοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐρύγμηλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἐρύγμηλος, -η/-ος, -ον
- που βρυχάται δυνατά, που μουγκρίζει δυνατά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 580 (579-581)
- σμερδαλέω δὲ λέοντε δύ᾽ ἐν πρώτῃσι βόεσσι | ταῦρον ἐρύγμηλον ἐχέτην· ὁ δὲ μακρὰ μεμυκὼς | ἕλκετο· τὸν δὲ κύνες μετεκίαθον ἠδ᾽ αἰζηοί.
- Και από τους πρώτους της κοπής δυο τρομερά λιοντάρια | βαρβάτον ταύρον άρπαξαν που εμούγκρα ενώ τον σέρναν. | Και οι σκύλοι επάνω εχούμησαν και ομού τα παλικάρια.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- σμερδαλέω δὲ λέοντε δύ᾽ ἐν πρώτῃσι βόεσσι | ταῦρον ἐρύγμηλον ἐχέτην· ὁ δὲ μακρὰ μεμυκὼς | ἕλκετο· τὸν δὲ κύνες μετεκίαθον ἠδ᾽ αἰζηοί.
- ≈ συνώνυμα: ἐρίμυκος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 580 (579-581)
Πηγές
- ἐρύγμηλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρύγμηλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.