ἐρίμυκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐρίμυκος | τὸ | ἐρίμυκον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐριμύκου | τοῦ | ἐριμύκου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐριμύκῳ | τῷ | ἐριμύκῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐρίμυκον | τὸ | ἐρίμυκον | ||
| κλητική ὦ! | ἐρίμυκε | ἐρίμυκον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐρίμυκοι | τὰ | ἐρίμυκᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐριμύκων | τῶν | ἐριμύκων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐριμύκοις | τοῖς | ἐριμύκοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐριμύκους | τὰ | ἐρίμυκᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐρίμυκοι | ἐρίμυκᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐριμύκω | τὼ | ἐριμύκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐριμύκοιν | τοῖν | ἐριμύκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐρίμυκος < ἐρί- + -μυκος (μυκάομαι)
Επίθετο
ἐρίμυκος, -ος, -ον
- που βρυχάται πολύ δυνατά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 235 (235-236)
- ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἔκφυγε κῆρα καὶ ἤλασε βοῦς ἐριμύκους | ἐς Πύλον ἐκ Φυλάκης
- Και μολοντούτο ξέφυγε τη μαύρη μοίρα κι απ᾽ τη Φυλάκη | πίσω οδήγησε στην Πύλο βόδια που μουκανίζουν·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἔκφυγε κῆρα καὶ ἤλασε βοῦς ἐριμύκους | ἐς Πύλον ἐκ Φυλάκης
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 790 (790-791)
- Μηνὸς δ᾽ ὀγδοάτῃ κάπρον καὶ βοῦν ἐρίμυκον | ταμνέμεν, οὐρῆας δὲ δυωδεκάτῃ ταλαεργούς.
- Την όγδοη του μήνα να μουνουχίζεις κάπρο και βόδι | που δυνατά μουγκρίζει, και τη δωδέκατη τα καρτερικά μουλάρια.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Μηνὸς δ᾽ ὀγδοάτῃ κάπρον καὶ βοῦν ἐρίμυκον | ταμνέμεν, οὐρῆας δὲ δυωδεκάτῃ ταλαεργούς.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 235 (235-236)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μυκάομαι
Πηγές
- ἐρίμυκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρίμυκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.