ἐριστικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐριστικός | ἡ | ἐριστική | τὸ | ἐριστικόν |
| γενική | τοῦ | ἐριστικοῦ | τῆς | ἐριστικῆς | τοῦ | ἐριστικοῦ |
| δοτική | τῷ | ἐριστικῷ | τῇ | ἐριστικῇ | τῷ | ἐριστικῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἐριστικόν | τὴν | ἐριστικήν | τὸ | ἐριστικόν |
| κλητική ὦ! | ἐριστικέ | ἐριστική | ἐριστικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐριστικοί | αἱ | ἐριστικαί | τὰ | ἐριστικᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἐριστικῶν | τῶν | ἐριστικῶν | τῶν | ἐριστικῶν |
| δοτική | τοῖς | ἐριστικοῖς | ταῖς | ἐριστικαῖς | τοῖς | ἐριστικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἐριστικούς | τὰς | ἐριστικᾱ́ς | τὰ | ἐριστικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἐριστικοί | ἐριστικαί | ἐριστικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐριστικώ | τὼ | ἐριστικᾱ́ | τὼ | ἐριστικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐριστικοῖν | τοῖν | ἐριστικαῖν | τοῖν | ἐριστικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐριστικός < ἐριστ(ός) + -ικός < ἐρίσσω/ἐρίζω
Επίθετο
ἐριστικός, -ή, -όν, συγκριτικός :ἐριστικώτερος, υπερθετικός : ἐριστικώτατος
- που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, λογομαχίες
- φιλόμαχος, φιλόνεικος
- (στον πληθυντικό) (Ἐριστικοί) προσωνύμιο των φιλοσόφων της μεγαρικής σχολής
Εκφράσεις
- ἐριστική τέχνη: η σοφιστική
Συγγενικά
- ἐριστικῶς
- ἐριστός
- → και δείτε τις λέξεις ἐρίσσω και ἐρίζω
Πηγές
- ἐριστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.