ἐπιτομή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐπιτομή | αἱ | ἐπιτομαί |
| γενική | τῆς | ἐπιτομῆς | τῶν | ἐπιτομῶν |
| δοτική | τῇ | ἐπιτομῇ | ταῖς | ἐπιτομαῖς |
| αιτιατική | τὴν | ἐπιτομήν | τὰς | ἐπιτομᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ἐπιτομή | ἐπιτομαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιτομᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιτομαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἐπιτομή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιτομή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.