ἐπιτιμάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἐπιτιμάω, ἐπιτιμῶ | ἐπιτιμῶμαι |
| Παρατατικός | ἐπετίμων | ἐπετιμώμην |
| Μέλλοντας | ἐπιτημήσω | ἐπιτιμηθήσομαι |
| Αόριστος | ἐπετίμησα | ἐπετιμήθην |
| Παρακείμενος | ἐπιτετίμηκα | ἐπιτετίμημαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐπετετιμήκειν | ἐπετετιμήμην |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
ἐπιτιμάω / ἐπιτιμῶ
- ορίζω την τιμή ενός πράγματος
- αποδίδω τιμή σε, εκτιμώ
- αυξάνω την τιμή
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6.12, @scaife.perseus.
- τὸν ξενικὸν οἶνον ἐπιτετίμηκας πολύ.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6.12, @scaife.perseus.
- (στην παθητική φωνή) (για τιμή) υψώνομαι
- (στην παθητική φωνή) επιπλήττομαι, κατακρίνομαι
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Περὶ Ποιητικῆς, (1460b)
- πρὸς δὲ τούτοις ἐὰν ἐπιτιμᾶται ὅτι οὐκ ἀληθῆ, ἀλλ᾽ ἴσως δεῖ, οἷον καὶ Σοφοκλῆς ἔφη αὐτὸς μὲν οἵους δεῖ ποιεῖν, Εὐριπίδην δὲ οἷοι εἰσίν, ταύτῃ λυτέον.
- Επίσης: Αν [ο ποιητής] επικρίνεται ότι λέει πράγματα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ίσως η απάντηση πρέπει να είναι σαν την απάντηση που έδωσε και ο Σοφοκλής, ότι ο ίδιος παρουσιάζει τους ανθρώπους τέτοιους που πρέπει να είναι, ενώ ο Ευριπίδης τέτοιους που είναι.
- Μετάφραση (2008), Δημήτριος Λυπουρλής @greek-language.gr
- πρὸς δὲ τούτοις ἐὰν ἐπιτιμᾶται ὅτι οὐκ ἀληθῆ, ἀλλ᾽ ἴσως δεῖ, οἷον καὶ Σοφοκλῆς ἔφη αὐτὸς μὲν οἵους δεῖ ποιεῖν, Εὐριπίδην δὲ οἷοι εἰσίν, ταύτῃ λυτέον.
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Περὶ Ποιητικῆς, (1460b)
- (για δικαστές) επιβάλλω ποινή σε κάποιον
- ψέγω, επικρίνω, επιπλήττω
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Ισοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 7.71
- ὅταν δὲ τύχω, πάλιν μεταβαλὼν ἐπιτιμῶ καὶ κατηγορῶ τῶν καθεστώτων.
- και, έτσι στην τύχη, αφού αλλάξω γνώμη, κατακρίνω και κατηγορώ το σημερινό καθεστώς.
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek-language.gr
- ὅταν δὲ τύχω, πάλιν μεταβαλὼν ἐπιτιμῶ καὶ κατηγορῶ τῶν καθεστώτων.
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Ισοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 7.71
Συγγενικά
- ἀνεπιτίμητος
- δυσεπιτίμητος
- ἐπιτίμημα
- ἐπιτίμησις
- ἐπιτιμητέον
- ἐπιτιμητής
- ἐπιτιμητικός
- ἐπιτιμία
- ἐπιτιμή
- ἐπιτίμιον
- ἐπίτιμος
- ἐπιτιμητικῶς
- φιλεπιτιμητής
- προσεπιτιμάω
- συνεπιτιμάω
- ιωνικός τύπος : ἐπιτιμέω
Πηγές
- ἐπιτιμάω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἐπιτιμάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιτιμάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.