ἐπιθετικός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπιθετικός ἐπιθετική τὸ ἐπιθετικόν
      γενική τοῦ ἐπιθετικοῦ τῆς ἐπιθετικῆς τοῦ ἐπιθετικοῦ
      δοτική τῷ ἐπιθετικ τῇ ἐπιθετικ τῷ ἐπιθετικ
    αιτιατική τὸν ἐπιθετικόν τὴν ἐπιθετικήν τὸ ἐπιθετικόν
     κλητική ! ἐπιθετικέ ἐπιθετική ἐπιθετικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπιθετικοί αἱ ἐπιθετικαί τὰ ἐπιθετικᾰ́
      γενική τῶν ἐπιθετικῶν τῶν ἐπιθετικῶν τῶν ἐπιθετικῶν
      δοτική τοῖς ἐπιθετικοῖς ταῖς ἐπιθετικαῖς τοῖς ἐπιθετικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐπιθετικούς τὰς ἐπιθετικᾱ́ς τὰ ἐπιθετικᾰ́
     κλητική ! ἐπιθετικοί ἐπιθετικαί ἐπιθετικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιθετικώ τὼ ἐπιθετικᾱ́ τὼ ἐπιθετικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιθετικοῖν τοῖν ἐπιθετικαῖν τοῖν ἐπιθετικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐπιθετικός < ἐπιτίθημι, θέμα ἐπι-θε- + -τικός [1]  δείτε και τις λέξεις τίθημι και θετός.
Μορφολογικά αναλύεται σε ἐπι- + -θετικός

Επίθετο

ἐπιθετικός, -ή, -όν, υπερθετικός:  ἐπιθετικώτατος

  1. που είναι έτοιμος να επιτεθεί
  2. γενναίος, τολμηρός
  3. (ελληνιστική σημασία , γραμματική) που αναφέρεται στο επίθετο

Παράγωγα

  • ἐπιθετικῶς (επίρρημα)

Αναφορές

  1. «επίθεση», «θέτω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.