ἐπιθετικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐπιθετικός | ἡ | ἐπιθετική | τὸ | ἐπιθετικόν |
| γενική | τοῦ | ἐπιθετικοῦ | τῆς | ἐπιθετικῆς | τοῦ | ἐπιθετικοῦ |
| δοτική | τῷ | ἐπιθετικῷ | τῇ | ἐπιθετικῇ | τῷ | ἐπιθετικῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἐπιθετικόν | τὴν | ἐπιθετικήν | τὸ | ἐπιθετικόν |
| κλητική ὦ! | ἐπιθετικέ | ἐπιθετική | ἐπιθετικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐπιθετικοί | αἱ | ἐπιθετικαί | τὰ | ἐπιθετικᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἐπιθετικῶν | τῶν | ἐπιθετικῶν | τῶν | ἐπιθετικῶν |
| δοτική | τοῖς | ἐπιθετικοῖς | ταῖς | ἐπιθετικαῖς | τοῖς | ἐπιθετικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἐπιθετικούς | τὰς | ἐπιθετικᾱ́ς | τὰ | ἐπιθετικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἐπιθετικοί | ἐπιθετικαί | ἐπιθετικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιθετικώ | τὼ | ἐπιθετικᾱ́ | τὼ | ἐπιθετικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιθετικοῖν | τοῖν | ἐπιθετικαῖν | τοῖν | ἐπιθετικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ἐπιθετικός, -ή, -όν, υπερθετικός : ἐπιθετικώτατος
- που είναι έτοιμος να επιτεθεί
- γενναίος, τολμηρός
- (ελληνιστική σημασία , γραμματική) που αναφέρεται στο επίθετο
Παράγωγα
- ἐπιθετικῶς (επίρρημα)
Αναφορές
- «επίθεση», «θέτω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἐπιθετικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιθετικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.