ἐπιγονάτιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἐπιγονάτιον | τὰ | ἐπιγονάτιᾰ |
| γενική | τοῦ | ἐπιγονατίου | τῶν | ἐπιγονατίων |
| δοτική | τῷ | ἐπιγονατίῳ | τοῖς | ἐπιγονατίοις |
| αιτιατική | τὸ | ἐπιγονάτιον | τὰ | ἐπιγονάτιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐπιγονάτιον | ἐπιγονάτιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιγονατίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιγονατίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐπιγονάτιον < ἐπί + (ελληνιστική κοινή) γονάτιον < αρχαία ελληνική γόνυ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵónu
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.