ἐπίθημα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐπίθημᾰ τὰ ἐπιθήμᾰτ
      γενική τοῦ ἐπιθήμᾰτος τῶν ἐπιθημᾰ́των
      δοτική τῷ ἐπιθήμᾰτ τοῖς ἐπιθήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἐπίθημᾰ τὰ ἐπιθήμᾰτ
     κλητική ! ἐπίθημᾰ ἐπιθήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιθήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιθημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐπίθημα, ήδη ομηρικό < ἐπιτίθημι. Μορφολογικά αναλύεται σε ἐπί- + θῆμα (<τίθημι)

Ουσιαστικό

ἐπίθημα ουδέτερο

  1. καθετί που τοποθετείται επάνω
  2. κάλυμμα
  3. σκέπασμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.