ἐντέλεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐντέλει αἱ ἐντέλειαι
      γενική τῆς ἐντελείᾱς τῶν ἐντελειῶν
      δοτική τῇ ἐντελεί ταῖς ἐντελείαις
    αιτιατική τὴν ἐντέλειᾰν τὰς ἐντελείᾱς
     κλητική ! ἐντέλει ἐντέλειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐντελεί
γεν-δοτ τοῖν  ἐντελείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐντέλεια (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐντελ(ής) + -εια <  δείτε  ἐν- + τέλ(ος)

Ουσιαστικό

ἐντέλεια θηλυκό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.