ἔλπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἔλπω < θέμα ϝελ- και ϝελπ- συγγενές με το ελδ- του ἔλδομαι (επιθυμώ) και ίσως κατά μία άποψη συγγενές με το λατινικό επίρρημα volup (με ευχαρίστηση)
Ρήμα
ἔλπω
- κάνω κάποιον να ελπίζει, εμβάλλω ελπίδες
- ανησυχώ, φοβούμαι
- προσδοκώ, θεωρώ κατά πάσα πιθανότητα, πιστεύω
Ρηματικοί τύποι
- ἔλπω, ἔλπεον, ἔολπα, ἐώλπειν
- ἔλπομαι και ἐέλπομαι, ἠλπόμην
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.