ἐλάχιστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐλάχιστος | ἡ | ἐλαχίστη | τὸ | ἐλάχιστον |
| γενική | τοῦ | ἐλαχίστου | τῆς | ἐλαχίστης | τοῦ | ἐλαχίστου |
| δοτική | τῷ | ἐλαχίστῳ | τῇ | ἐλαχίστῃ | τῷ | ἐλαχίστῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἐλάχιστον | τὴν | ἐλαχίστην | τὸ | ἐλάχιστον |
| κλητική ὦ! | ἐλάχιστε | ἐλαχίστη | ἐλάχιστον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐλάχιστοι | αἱ | ἐλάχισται | τὰ | ἐλάχιστᾰ |
| γενική | τῶν | ἐλαχίστων | τῶν | ἐλαχίστων | τῶν | ἐλαχίστων |
| δοτική | τοῖς | ἐλαχίστοις | ταῖς | ἐλαχίσταις | τοῖς | ἐλαχίστοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἐλαχίστους | τὰς | ἐλαχίστᾱς | τὰ | ἐλάχιστᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐλάχιστοι | ἐλάχισται | ἐλάχιστᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλαχίστω | τὼ | ἐλαχίστᾱ | τὼ | ἐλαχίστω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐλαχίστοιν | τοῖν | ἐλαχίσταιν | τοῖν | ἐλαχίστοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐλάχιστος, ήδη σε Ομηρικό Ύμνο < θέμα ἐλαχ- (όπως στο ἐλαχύς) + -ιστος
Επίθετο
ἐλάχιστος, -η, -ον, συγκριτικός : ἐλαχιστότερος, υπερθετικός : ἐλαχιστότατος
- χρήση ως υπερθετικός βαθμός του ἐλαχύς, του ελάσσων ελάχιστος
- πολύ μικρός, πολύ λίγος
- (για χρόνο) πολύ σύντομος
Παράγωγα
- τα παραθετικά, νεότερες μορφές
- «τὸ ἐλάχιστον» > τοὐλάχιστον
- ἐλαχιστάκις
- ἐλαχιστιαῖος
- ἐλαχιστότης
Πηγές
- ἐλάχιστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλάχιστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.