ἐκκαθαρίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐκκαθαρίζω < ἐκ + καθαρίζω < αρχαία ελληνική καθαρός

Ρήμα

ἐκκαθαρίζω

  1. ((ελληνιστική κοινή)) καθαρίζω πολύ καλά, τελείως
  2. ((ελληνιστική κοινή)) (μεταφορικά) καθαίρω, εξαγνίζω

Συγγενικά

  • ἐκκάθαρσις
  •  δείτε τη λέξη  καθαρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.