ἐΰξεστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἐΰξεστος | ἐϋξέστη & ἐΰξεστος |
ἐΰξεστον | |||
| γενική | ἐϋξέστου | ἐϋξέστης & ἐϋξέστου |
ἐϋξέστου | |||
| δοτική | ἐϋξέστῳ | ἐϋξέστῃ & ἐϋξέστῳ |
ἐϋξέστῳ | |||
| αιτιατική | ἐΰξεστον | ἐϋξέστην & ἐΰξεστον |
ἐΰξεστον | |||
| κλητική ὦ! | ἐΰξεστε | ἐϋξέστη & ἐΰξεστε |
ἐΰξεστον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | ἐΰξεστοι | ἐΰξεσται & ἐΰξεστοι |
ἐΰξεστᾰ | |||
| γενική | ἐϋξέστων | ἐϋξέστων & ἐϋξέστων |
ἐϋξέστων | |||
| δοτική | ἐϋξέστοις | ἐϋξέσταις & ἐϋξέστοις |
ἐϋξέστοις | |||
| αιτιατική | ἐϋξέστους | ἐϋξέστᾱς & ἐϋξέστους |
ἐΰξεστᾰ | |||
| κλητική ὦ! | ἐΰξεστοι | ἐΰξεσται & ἐΰξεστοι |
ἐΰξεστᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | ἐϋξέστω | ἐϋξέστᾱ & ἐϋξέστω |
ἐϋξέστω | |||
| γεν-δοτ | ἐϋξέστοιν | ἐϋξέσταιν & ἐϋξέστοιν |
ἐϋξέστοιν | |||
| Το θηλυκό σε -ος, στην Οδύσσεια. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἐΰξεστος, -η, -ον στην Οδύσσεια: -ος, -ος, ον
- επικός τύπος του εὔξεστος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 280 (279-280) Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
Πηγές
- ἐΰξεστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.