εὔξεστος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική εὔξεστος εὐξέστη τὸ εὔξεστον
      γενική τοῦ εὐξέστου τῆς εὐξέστης τοῦ εὐξέστου
      δοτική τῷ εὐξέστ τῇ εὐξέστ τῷ εὐξέστ
    αιτιατική τὸν εὔξεστον τὴν εὐξέστην τὸ εὔξεστον
     κλητική ! εὔξεστε εὐξέστη εὔξεστον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ εὔξεστοι αἱ εὔξεσται τὰ εὔξεστ
      γενική τῶν εὐξέστων τῶν εὐξέστων τῶν εὐξέστων
      δοτική τοῖς εὐξέστοις ταῖς εὐξέσταις τοῖς εὐξέστοις
    αιτιατική τοὺς εὐξέστους τὰς εὐξέστᾱς τὰ εὔξεστ
     κλητική ! εὔξεστοι εὔξεσται εὔξεστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐξέστω τὼ εὐξέστ τὼ εὐξέστω
      γεν-δοτ τοῖν εὐξέστοιν τοῖν εὐξέσταιν τοῖν εὐξέστοιν
Θηλυκό σε -ος στην Οδύσσεια. Δείτε ἐΰξεστος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εὔξεστος < εὔ- + ξεστός <  δείτε τη λέξη ξέω

Επίθετο

εὔξεστος, -η, -ον στην Οδύσσεια: -ος, -ος, -ον στον επικός τύπος: ἐΰξεστος

Συνώνυμα

  • εὔξοος

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις εὖ και ξέω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.