ἀτιτάλλω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀτιτάλλω < *ἀτταλi̯ω με εισαγωγή του ι ανάμεσα στα ττ (εκφραστικός αναδιπλασιασμός), ρήμα ἀτάλλω  δείτε και τη λέξη ἀταλός (τρυφερός, απαλός).

Ρήμα

ἀτιτάλλω

  1. ανατρέφω παιδί
  2. ανατρέφω, εκτρέφω ζώα, φροντίζω, περιποιούμαι
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 280 (279-280) Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
    ἵππους δὲ Πριάμῳ ὕπαγον ζυγόν, οὓς ὁ γεραιὸς
    αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν ἐϋξέστῃ ἐπὶ φάτνῃ
    Έπειτα για τον Πρίαμον ετοίμασαν τους ίππους
    που ανάθρεψεν ο ίδιος στο στιλβωτό παχνί του
  3. επιβλέπω

Συγγενικά

  • ἀταλός
  •  δείτε και τη λέξη ἄττα

Κλίση

  • ενεργητικός αόριστος: ἀτίτηλα
  • μέσος αόριστος: ἀτιτήλατο
  • μετοχές: ἀτιταλλόμενος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.