Ἀτταλικός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Ἀτταλικός < Ἀττάλεια + -ικός

Επίθετο

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀτταλικός Ἀτταλική τὸ Ἀτταλικόν
      γενική τοῦ Ἀτταλικοῦ τῆς Ἀτταλικῆς τοῦ Ἀτταλικοῦ
      δοτική τῷ Ἀτταλικ τῇ Ἀτταλικ τῷ Ἀτταλικ
    αιτιατική τὸν Ἀτταλικόν τὴν Ἀτταλικήν τὸ Ἀτταλικόν
     κλητική ! Ἀτταλικέ Ἀτταλική Ἀτταλικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀτταλικοί αἱ Ἀτταλικαί τὰ Ἀτταλικᾰ́
      γενική τῶν Ἀτταλικῶν τῶν Ἀτταλικῶν τῶν Ἀτταλικῶν
      δοτική τοῖς Ἀτταλικοῖς ταῖς Ἀτταλικαῖς τοῖς Ἀτταλικοῖς
    αιτιατική τοὺς Ἀτταλικούς τὰς Ἀτταλικᾱ́ς τὰ Ἀτταλικᾰ́
     κλητική ! Ἀτταλικοί Ἀτταλικαί Ἀτταλικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀτταλικώ τὼ Ἀτταλικᾱ́ τὼ Ἀτταλικώ
      γεν-δοτ τοῖν Ἀτταλικοῖν τοῖν Ἀτταλικαῖν τοῖν Ἀτταλικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ἀτταλικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀτταλικός οἱ Ἀτταλικοί
      γενική τοῦ Ἀτταλικοῦ τῶν Ἀτταλικῶν
      δοτική τῷ Ἀτταλικ τοῖς Ἀτταλικοῖς
    αιτιατική τὸν Ἀτταλικόν τοὺς Ἀτταλικούς
     κλητική ! Ἀτταλικέ Ἀτταλικοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀτταλικώ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀτταλικοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ἀτταλικός αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.