Αττάλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αττάλεια | ||
| γενική | της | Αττάλειας | ||
| αιτιατική | την | Αττάλεια | ||
| κλητική | Αττάλεια | |||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αττάλεια < ελληνιστική κοινή Ἀττάλεια[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈta.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ατ‐τά‐λει‐α
Κύριο όνομα
Αττάλεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- πόλη της Τουρκίας
- ※ Τὸ ἔτος 46 μ.Χ. ἦλθε ὁ ἀπόστολος Παύλος, προερχόμενος ἀπὸ τὴν Πέργη, στὴν Ἀττάλεια. Στὰ μέσα τοῦ 2ου αἰῶνα μ.Χ. ἡ Ἀττάλεια ἐγνώρισε τὴν ὕψιστη ἀκμή της, ὡς ἐμπορικὸ κέντρο τῆς περιοχῆς.
- Ιωάννης Βολανάκης, Χριστιανικά μνημεία της Νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμος 13 (1999), σσ. 11-64
- ※ Τὸ ἔτος 46 μ.Χ. ἦλθε ὁ ἀπόστολος Παύλος, προερχόμενος ἀπὸ τὴν Πέργη, στὴν Ἀττάλεια. Στὰ μέσα τοῦ 2ου αἰῶνα μ.Χ. ἡ Ἀττάλεια ἐγνώρισε τὴν ὕψιστη ἀκμή της, ὡς ἐμπορικὸ κέντρο τῆς περιοχῆς.
Συγγενικά
-
Αττάλεια στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.