Ἀττάλεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀττάλει
      γενική τῆς Ἀτταλείᾱς
      δοτική τῇ Ἀτταλεί
    αιτιατική τὴν Ἀττάλειᾰν
     κλητική ! Ἀττάλει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀττάλεια < Ἄτταλ(ος) + -εια

Κύριο όνομα

Ἀττάλεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.