Ἀσκληπιάδης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ἀσκληπιᾰδα-
ονομαστική Ἀσκληπιάδης οἱ Ἀσκληπιάδαι
      γενική τοῦ Ἀσκληπιάδου
ιωνικός, επικός: Ἀσκληπιάδεω
τῶν Ἀσκληπιαδῶν
      δοτική τῷ Ἀσκληπιάδ τοῖς Ἀσκληπιάδαις
    αιτιατική τὸν Ἀσκληπιάδην
& Ἀσκληπιάδη
τοὺς Ἀσκληπιάδᾱς
     κλητική ! Ἀσκληπιάδη Ἀσκληπιάδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀσκληπιάδ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀσκληπιάδαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀσκληπιάδης < Ἀσκληπι(ός) + -άδης

Κύριο όνομα

Ἀσκληπιάδης, -ου αρσενικό

Παράγωγα

  • Ἀσκληπιάδαι (πληθυντικός)
  • Ἀσκληπιάδειον μέτρον
  • ἀσκληπιάδειος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.