Ἀσκληπιάδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Ἀσκληπιᾰδα- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Ἀσκληπιάδης | οἱ | Ἀσκληπιάδαι | |
| γενική | τοῦ | Ἀσκληπιάδου ιωνικός, επικός: Ἀσκληπιάδεω |
τῶν | Ἀσκληπιαδῶν | |
| δοτική | τῷ | Ἀσκληπιάδῃ | τοῖς | Ἀσκληπιάδαις | |
| αιτιατική | τὸν | Ἀσκληπιάδην & Ἀσκληπιάδη |
τοὺς | Ἀσκληπιάδᾱς | |
| κλητική ὦ! | Ἀσκληπιάδη | Ἀσκληπιάδαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσκληπιάδᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσκληπιάδαιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- Ἀσκληπιάδης < Ἀσκληπι(ός) + -άδης
Παράγωγα
- Ἀσκληπιάδαι (πληθυντικός)
- Ἀσκληπιάδειον μέτρον
- ἀσκληπιάδειος
Πηγές
- Ἀσκληπιάδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀσκληπιάδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.