Ἀσκληπιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀσκληπιός | οἱ | Ἀσκληπιοί |
| γενική | τοῦ | Ἀσκληπιοῦ | τῶν | Ἀσκληπιῶν |
| δοτική | τῷ | Ἀσκληπιῷ | τοῖς | Ἀσκληπιοῖς |
| αιτιατική | τὸν | Ἀσκληπιόν | τοὺς | Ἀσκληπιούς |
| κλητική ὦ! | Ἀσκληπιέ | Ἀσκληπιοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσκληπιώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσκληπιοῖν | ||
| Το θεωνύμιο στον ενικό. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀσκληπιός: άγνωστης ετυμολογίας με πολλές εκδοχές πιθανών ετυμολογήσεων. Ίσως προέλευσης από την προελληνική .[1]
Κύριο όνομα
Ἀσκληπιός, -οῦ αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) ο Ασκληπιός, αρχαιοελληνικός θεός της ιατρικής
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Epistulae, Decretum, Orationes, Chapter 20, Ἱπποκράτης Δημοκρίτῳ εὖ πράττειν, @scaife.perseus
- Ἐγὼ μὲν γὰρ ἰητρικῆς ἐς τέλος οὐκ ἀφϊγμαι, καί περ ἤδη γηραλέος καθεστώς· οὐδὲ γὰρ ὁ τῆσδε εὑρέτης Ἀσκληπιὸς, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἐν πολλοῖς διεφώνησε, καθάπερ ἡμῖν αἱ τῶν ξυγγραφέων βίβλοι παραδεδώκασιν.
- → λείπει η μετάφραση
- Ἐγὼ μὲν γὰρ ἰητρικῆς ἐς τέλος οὐκ ἀφϊγμαι, καί περ ἤδη γηραλέος καθεστώς· οὐδὲ γὰρ ὁ τῆσδε εὑρέτης Ἀσκληπιὸς, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἐν πολλοῖς διεφώνησε, καθάπερ ἡμῖν αἱ τῶν ξυγγραφέων βίβλοι παραδεδώκασιν.
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 14.1, 39 @perseus.tufts.edu @wikisource
- ἕτερος δʼ ἐστὶ Ληθαῖος ὁ ἐν Γορτύνῃ καὶ ὁ περὶ Τρίκκην, ἐφʼ ᾧ ὁ Ἀσκληπιὸς γεννηθῆναι λέγεται, καὶ ἔτι ἐν τοῖς Ἑσπερίταις Λίβυσι.
- → δείτε και λατινικά Aesculapius
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Epistulae, Decretum, Orationes, Chapter 20, Ἱπποκράτης Δημοκρίτῳ εὖ πράττειν, @scaife.perseus
- δωρικός τύπος : Ἀσκλᾱπιός
- Αἰσκλαπιός
- Αἰσχλαβιός
- Ἀσσκλαπιός
- λακωνικός τύπος : Ἀγλαπιός
- Αἰγλαπιός
- Ἀγλαόπης
Παράγωγα
- ἀσκληπεῖον
- Ἀσκληπιάδαι
- Ἀσκληπιάδειος, ἀσκληπιάδειος
- Ἀσκληπιάδης
- Ἀσκληπιακός
- Ἀσκληπιάς, ἀσκληπιάς
- ἀσκληπιασμός
- Ἀσκληπιασταί
- Ἀσκληπίδεια
- Ἀσκληπίδης
- Ἀσκληπιεῖον
- Ἀσκληπίειος
- Ἀσκλαπιῆον
- Ἀσκληπιόδοτος
- Ἀσκληπιόδωρος
- Ἀσκληπιοί
- Ἀσκληπιοκλείδης
Αναφορές
- Ἀσκληπιός σελ. 151 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- Ἀσκληπιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀσκληπιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.