Ἀσιατογενής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | Ἀσιατογενής | τὸ | Ἀσιατογενές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | Ἀσιατογενοῦς | τοῦ | Ἀσιατογενοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | Ἀσιατογενεῖ | τῷ | Ἀσιατογενεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | Ἀσιατογενῆ | τὸ | Ἀσιατογενές | ||
| κλητική ὦ! | Ἀσιατογενές | Ἀσιατογενές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | Ἀσιατογενεῖς | τὰ | Ἀσιατογενῆ | ||
| γενική | τῶν | Ἀσιατογενῶν | τῶν | Ἀσιατογενῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | Ἀσιατογενέσῐ(ν) | τοῖς | Ἀσιατογενέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | Ἀσιατογενεῖς | τὰ | Ἀσιατογενῆ | ||
| κλητική ὦ! | Ἀσιατογενεῖς | Ἀσιατογενῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσιατογενεῖ | τὼ | Ἀσιατογενεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσιατογενοῖν | τοῖν | Ἀσιατογενοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ἀσία
Πηγές
- Ἀσιατογενής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀσιατογενής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.