Ἀσιατογενής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / Ἀσιατογενής τὸ Ἀσιατογενές
      γενική τοῦ/τῆς Ἀσιατογενοῦς τοῦ Ἀσιατογενοῦς
      δοτική τῷ/τῇ Ἀσιατογενεῖ τῷ Ἀσιατογενεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν Ἀσιατογεν τὸ Ἀσιατογενές
     κλητική ! Ἀσιατογενές Ἀσιατογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ Ἀσιατογενεῖς τὰ Ἀσιατογεν
      γενική τῶν Ἀσιατογενῶν τῶν Ἀσιατογενῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς Ἀσιατογενέσ(ν) τοῖς Ἀσιατογενέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς Ἀσιατογενεῖς τὰ Ἀσιατογεν
     κλητική ! Ἀσιατογενεῖς Ἀσιατογεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀσιατογενεῖ τὼ Ἀσιατογενεῖ
      γεν-δοτ τοῖν Ἀσιατογενοῖν τοῖν Ἀσιατογενοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Ἀσιατογενής < Ἀσιάτ(ης) + -ο- + -γενής

Επίθετο

Ἀσιατογενής, -ής, -ές

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.