Ἀσιάτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀσιάτης | οἱ | Ἀσιάται |
| γενική | τοῦ | Ἀσιάτου | τῶν | Ἀσιατῶν |
| δοτική | τῷ | Ἀσιάτῃ | τοῖς | Ἀσιάταις |
| αιτιατική | τὸν | Ἀσιάτην | τοὺς | Ἀσιάτᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἀσιάτᾰ | Ἀσιάται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσιάτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσιάταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀσιάτης < Ἀσί(α) + -άτης
Ουσιαστικό
Ἀσιάτης αρσενικό (θηλυκό Ἀσιᾶτις)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ἀσία
Πηγές
- Ἀσία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀσιάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.