Ἀσιαγενής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | Ἀσιαγενής | τὸ | Ἀσιαγενές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | Ἀσιαγενοῦς | τοῦ | Ἀσιαγενοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | Ἀσιαγενεῖ | τῷ | Ἀσιαγενεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | Ἀσιαγενῆ | τὸ | Ἀσιαγενές | ||
| κλητική ὦ! | Ἀσιαγενές | Ἀσιαγενές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | Ἀσιαγενεῖς | τὰ | Ἀσιαγενῆ | ||
| γενική | τῶν | Ἀσιαγενῶν | τῶν | Ἀσιαγενῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | Ἀσιαγενέσῐ(ν) | τοῖς | Ἀσιαγενέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | Ἀσιαγενεῖς | τὰ | Ἀσιαγενῆ | ||
| κλητική ὦ! | Ἀσιαγενεῖς | Ἀσιαγενῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσιαγενεῖ | τὼ | Ἀσιαγενεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσιαγενοῖν | τοῖν | Ἀσιαγενοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- ιωνικός τύπος : Ἀσιηγενής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ἀσία
Πηγές
- Ἀσιαγενής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.