Ἀσιαρχία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀσιαρχί αἱ Ἀσιαρχίαι
      γενική τῆς Ἀσιαρχίᾱς τῶν Ἀσιαρχιῶν
      δοτική τῇ Ἀσιαρχί ταῖς Ἀσιαρχίαις
    αιτιατική τὴν Ἀσιαρχίᾱν τὰς Ἀσιαρχίᾱς
     κλητική ! Ἀσιαρχί Ἀσιαρχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀσιαρχί
γεν-δοτ τοῖν  Ἀσιαρχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀσιαρχία < Ἀσιάρχης + -ία

Ουσιαστικό

Ἀσιαρχία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.