Ἀσίαρχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀσίαρχος οἱ Ἀσίαρχοι
      γενική τοῦ Ἀσιάρχου τῶν Ἀσιάρχων
      δοτική τῷ Ἀσιάρχ τοῖς Ἀσιάρχοις
    αιτιατική τὸν Ἀσίαρχον τοὺς Ἀσιάρχους
     κλητική ! Ἀσίαρχε Ἀσίαρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀσιάρχω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀσιάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀσίαρχος < Ἀσία + -αρχος

Ουσιαστικό

Ἀσίαρχος αρσενικό

Κύριο όνομα

Ἀσίαρχος αρσενικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.