Ἀρμενία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀρμενίᾱ | αἱ | Ἀρμενίαι |
| γενική | τῆς | Ἀρμενίᾱς | τῶν | Ἀρμενιῶν |
| δοτική | τῇ | Ἀρμενίᾳ | ταῖς | Ἀρμενίαις |
| αιτιατική | τὴν | Ἀρμενίᾱν | τὰς | Ἀρμενίᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἀρμενίᾱ | Ἀρμενίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀρμενίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀρμενίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Ἀρμενία θηλυκό
Συγγενικά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Αρμενία
Πηγές
- Ἀρμενία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Ἀρμενία - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.