Ἀρμενία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀρμενί αἱ Ἀρμενίαι
      γενική τῆς Ἀρμενίᾱς τῶν Ἀρμενιῶν
      δοτική τῇ Ἀρμενί ταῖς Ἀρμενίαις
    αιτιατική τὴν Ἀρμενίᾱν τὰς Ἀρμενίᾱς
     κλητική ! Ἀρμενί Ἀρμενίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀρμενί
γεν-δοτ τοῖν  Ἀρμενίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀρμενία < αρμενική [1]

Κύριο όνομα

Ἀρμενία θηλυκό

  1. περιοχή της Ασίας, στη θέση της σημερινής Αρμενίας
  2. (ελληνιστική σημασία) γυναικείο όνομα

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Αρμενία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.