Ἀρμενίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀρμενίς αἱ Ἀρμενίδες
      γενική τῆς Ἀρμενίδος τῶν Ἀρμενίδων
      δοτική τῇ Ἀρμενίδ ταῖς Ἀρμενίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἀρμενίδ τὰς Ἀρμενίδᾰς
     κλητική ! Ἀρμενίς* Ἀρμενίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀρμενίδε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀρμενίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀρμενίς < Ἀρμεν(ία) + -ίς

Ουσιαστικό

Ἀρμενίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.