Ἀμφιπολίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀμφιπολίτης | οἱ | Ἀμφιπολῖται |
| γενική | τοῦ | Ἀμφιπολίτου | τῶν | Ἀμφιπολιτῶν |
| δοτική | τῷ | Ἀμφιπολίτῃ | τοῖς | Ἀμφιπολίταις |
| αιτιατική | τὸν | Ἀμφιπολίτην | τοὺς | Ἀμφιπολίτᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἀμφιπολῖτᾰ | Ἀμφιπολῖται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀμφιπολίτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀμφιπολίταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀμφιπολίτης < Ἀμφίπολ(ις) + -ίτης
Αναφορές
- Ἀμφιπολίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.