Ἀμφίκλεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμφίκλει αἱ Ἀμφίκλειαι
      γενική τῆς Ἀμφικλείᾱς τῶν Ἀμφικλειῶν
      δοτική τῇ Ἀμφικλεί ταῖς Ἀμφικλείαις
    αιτιατική τὴν Ἀμφίκλειᾰν τὰς Ἀμφικλείᾱς
     κλητική ! Ἀμφίκλει Ἀμφίκλειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμφικλεί
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμφικλείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀμφίκλεια < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ἀμφίκλεια θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. γυναικείο όνομα
  2. πόλη της Φωκίδας

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.