Ἀμφίκαια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀμφίκαι
      γενική τῆς Ἀμφικαίᾱς
      δοτική τῇ Ἀμφικαί
    αιτιατική τὴν Ἀμφίκαιᾰν
     κλητική ! Ἀμφίκαι
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀμφίκαια < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ἀμφίκαια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.