ἄσμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἄσμενος | ἡ | ἀσμένη | τὸ | ἄσμενον |
| γενική | τοῦ | ἀσμένου | τῆς | ἀσμένης | τοῦ | ἀσμένου |
| δοτική | τῷ | ἀσμένῳ | τῇ | ἀσμένῃ | τῷ | ἀσμένῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἄσμενον | τὴν | ἀσμένην | τὸ | ἄσμενον |
| κλητική ὦ! | ἄσμενε | ἀσμένη | ἄσμενον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἄσμενοι | αἱ | ἄσμεναι | τὰ | ἄσμενᾰ |
| γενική | τῶν | ἀσμένων | τῶν | ἀσμένων | τῶν | ἀσμένων |
| δοτική | τοῖς | ἀσμένοις | ταῖς | ἀσμέναις | τοῖς | ἀσμένοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀσμένους | τὰς | ἀσμένᾱς | τὰ | ἄσμενᾰ |
| κλητική ὦ! | ἄσμενοι | ἄσμεναι | ἄσμενᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσμένω | τὼ | ἀσμένᾱ | τὼ | ἀσμένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀσμένοιν | τοῖν | ἀσμέναιν | τοῖν | ἀσμένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἄσμενος < → λείπει η ετυμολογία
Παραθετικά
ἄσμενος | ἀσμενώτερος/ἀσμενέστερος/ἀσμεναίτερος | ἀσμενώτατος/ἀσμενέστατος/ἀσμεναίτατος |
ἀσμένως | ἀσμενώτερον/ἀσμενέστερον/ἀσμεναίτερον | ἀσμενώτατα/ἀσμενέστατα/ἀσμεναίτατα |
Συγγενικά
- ἀσμεναίτατα (επίρρημα)
- ἀσμένεια
- ἀσμενέω
- ἀσμενής
- Ἄσμενος
- ἀσμένως (επίρρημα)
- πανασμένως (επίρρημα)
- → και δείτε τη λέξη ἀσμενίζω
Πηγές
- ἄσμενος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄσμενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.