ἄπελπις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄπελπις τὸ ἄπελπι
      γενική τοῦ/τῆς ἀπέλπιδος τοῦ ἀπέλπιδος
      δοτική τῷ/τῇ ἀπέλπιδι τῷ ἀπέλπιδι
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄπελπιν τὸ ἄπελπι
     κλητική ! ἄπελπις 
ή ἄπελπῐ*
ἄπελπι
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀπέλπιδες τὰ ἀπέλπῐδα
      γενική τῶν ἀπελπίδων τῶν ἀπελπίδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀπέλπισι(ν) τοῖς ἀπέλπῐδσι(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀπέλπιδας τὰ ἀπέλπῐδα
     κλητική ! ἀπέλπιδες ἀπέλπιδα
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἄπελπις < κατά την αρχαία ελληνική εὔελπις (< εὖ ἐλπίς) προσθέτοντας ἄ- στερητικό

Επίθετο

ἄπελπις, -ις, -ι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.