ἄθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄθριξ | οἱ/αἱ | ἄτριχες |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἄτριχος | τῶν | ἀτρίχων |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἄτριχῐ | τοῖς/ταῖς | ἄτριξῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄτριχᾰ | τοὺς/τὰς | ἄτριχᾰς |
| κλητική ὦ! | ἄθριξ | ἄτριχες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄτριχε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀτρίχοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἄθριξ < (ελληνιστική κοινή) ἄ- + -θριξ
Ουσιαστικό
ἄθριξ αρσενικό ή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) άτριχος, που δεν έχει τρίχες
- ※ ὁ μὲν Αἰσχύλος ἐπί τινος πέτρας καθῆστο, τὰ εἰθισμένα δήπου φιλοσοφῶν καὶ γράφων· ἄθριξ δὲ ἦν τὴν κεφαλὴν καὶ ψιλός. (Κλαύδιος Αιλιανός, περ. 175 – περ. 235 μ.Χ, Περί ζώων ιδιότητος, ζ, 16)
- ο μεν Αισχύλος καθόταν σε μια πέτρα, (ασχολούμενος) με τα συνηθισμένα φαντάζομαι, φιλοσοφώντας και γράφοντας, άτριχος δε ήταν στην κεφαλή, φαλακρός.
- ※ ὁ μὲν Αἰσχύλος ἐπί τινος πέτρας καθῆστο, τὰ εἰθισμένα δήπου φιλοσοφῶν καὶ γράφων· ἄθριξ δὲ ἦν τὴν κεφαλὴν καὶ ψιλός. (Κλαύδιος Αιλιανός, περ. 175 – περ. 235 μ.Χ, Περί ζώων ιδιότητος, ζ, 16)
Συνώνυμα
- ἀπόθριξ
- ψιλός
- ἄνηβος (το αναφέρει ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς στις Γλώσσες, Α, παρόλο που έχει και την έννοια του εφήβου, του άτριχου εφήβου, όχι καθαρά την έννοια του άτριχου)
Πηγές
- ἄθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.