ἀπόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀπόθριξ | οἱ/αἱ | ἀπότριχες |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀπότριχος | τῶν | ἀποτρίχων |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀπότριχῐ | τοῖς/ταῖς | ἀπότριξῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀπότριχᾰ | τοὺς/τὰς | ἀπότριχᾰς |
| κλητική ὦ! | ἀπόθριξ | ἀπότριχες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπότριχε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀποτρίχοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀπόθριξ < (ελληνιστική κοινή) ἀπό- + -θριξ
Ουσιαστικό
ἀπόθριξ αρσενικό ή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) άτριχος, που δεν έχει τρίχες
- ※ και τοὺς μὴ ἰχθῦς ἐσθίοντας ἀπίχθυς καλοῦσι, καὶ τοὺς ἀμούσους ἀπομούσους, καὶ τοὺς ἀνήβους ἀπότριχας (Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, περ. 257 - περ. 180 π.Χ., Περί των υποπτευομένων μη ειρήσθαι τοις παλαιοίς )
- και όσους δεν τρώνε ψάρια, τους αποκαλούν απίχθυες, και όσους δεν ξέρουν από μουσική, απομούσους, και τους νεαρότερους (που δεν είναι ακόμη έφηβοι), απότριχες (που είναι άτριχοι ακόμη)
- ※ και τοὺς μὴ ἰχθῦς ἐσθίοντας ἀπίχθυς καλοῦσι, καὶ τοὺς ἀμούσους ἀπομούσους, καὶ τοὺς ἀνήβους ἀπότριχας (Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, περ. 257 - περ. 180 π.Χ., Περί των υποπτευομένων μη ειρήσθαι τοις παλαιοίς )
Συνώνυμα
- ἄθριξ
- ψιλός
- ἄνηβος (το αναφέρει ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς στις Γλώσσες, Α, παρόλο που έχει και την έννοια του εφήβου, του άτριχου εφήβου, όχι καθαρά την έννοια του άτριχου)
Πηγές
- ἀπόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.