ἄγανον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄγανον τὰ ἄγαν
      γενική τοῦ ἀγάνου τῶν ἀγάνων
      δοτική τῷ ἀγάν τοῖς ἀγάνοις
    αιτιατική τὸ ἄγανον τὰ ἄγαν
     κλητική ! ἄγανον ἄγαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγάνω
γεν-δοτ τοῖν  ἀγάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄγανον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἄγανος < ἄγνυμι

Ουσιαστικό

ἄγανον ουδέτερο (ἄγᾱνον)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ἄγανον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.