ἀγαίομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγαίομαι < ομηρικός και ιωνικός, (ποιητικός και επικός) τύπος του ἄγαμαι

Ρήμα

ἀγαίομαι

  1. αγανακτώ, οργίζομαι με κάποιον ή με κάτι (σε χρήση μόνο στον ενεστώτα)
  2. φθονώ, ζηλεύω
  3. θαυμάζω, απορώ

Σημειώσεις

  • το ρήμα ἀγαίομαι είναι ελλιπές και απαντάται μόνο σε ενεστώτα και παρατατικό (ἠγαιόμην), αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια (Υ, 16) και από τον Ηρόδοτο (8, 69)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.