ἀγάσθητι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

ἀγάσθητι
  • β΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική του παθητικού αορίστου του ρήματος ἄγαμαι
 δείτε τη λέξη  ἄγαμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.