ἀγάσασθαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Χρόνοι Απαρέμφατο μετοχή
Ενεργ. Ενεστώτας

Μέσος Ενεστώτας

----

ἄγασθαι

----

ἀγάμενος -μένη -όμενον

Ενεργ. Μέλλοντας

Μέσος - Παθ. Μέλλοντας

----

ἀγάσεσθαι / ἀγασθήσεσθαι

----

ἀγασόμενος -η-ον / ἀγασθησόμενος -η-ον

Ενεργ. Αόριστος

Μέσος - Παθ. Αόριστος

----

ἀγάσασθαι / ἀγασθῆναι

----

ἀγασάμενος -η-ον / ἀγασθείς -α-έν

Ενεργ. Παρακείμενος

Μέσος Παρακείμενος

Ρηματικός τύπος

ἀγάσασθαι
 δείτε τη λέξη  ἄγαμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.