ἀστεροπή

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἀστεροπή < ἀ- + στεροπή

Ουσιαστικό

ἀστεροπή θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) αστραπή
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 691 (690-692)
    οἱ δὲ κεραυνοὶ | ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο | χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες,
    και οι κεραυνοί | ευθύς μαζί με τη βροντή και με την αστραπή πετούσαν | από το στιβαρό του χέρι, την ιερή στριφογυρνώντας φλόγα,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
  2. (μεταφορικά) λάμψη, λαμπρότητα, ακτινοβολία

Συγγενικά

  • ἀστεροπαγερέτας
  • ἀστεροπαῖος
  • ἀστεροπής
  • ἀστεροπητής
  • ἀστεροπός

 δείτε και τις λέξεις ἀστραπή και στεροπή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.