ἀπήμαντος
Νέα ελληνικά (el)
Επίθετο
ἀπήμαντος, -ος, -ον (καθαρεύουσα)
- (εκκλησιαστικός όρος) αβλαβής, απείραχτος
- ※ Σπλάγχνων Ἰωνᾶν ἔμβρυον ἀπήμεσεν ἐνάλιος θήρ, οἷον ἐδέξατο· τῇ Παρθένῳ δὲ ἐνοικήσας ὁ Λόγος καὶ σάρκα λαβὼν διελήλυθε φυλάξας ἀδιάφθορον ἧς γὰρ οὐχ ὑπέστη ῥεύσεως, τὴν τεκοῦσαν κατέσχεν ἀπήμαντον. («Καταβασίες Χριστουγέννων» Ιερά Μητρόπολις Νέα Σμύρνης πρόσβαση: 2020-11-03)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀπήμαντος | τὸ | ἀπήμαντον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀπημάντου | τοῦ | ἀπημάντου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀπημάντῳ | τῷ | ἀπημάντῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀπήμαντον | τὸ | ἀπήμαντον | ||
| κλητική ὦ! | ἀπήμαντε | ἀπήμαντον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀπήμαντοι | τὰ | ἀπήμαντᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀπημάντων | τῶν | ἀπημάντων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀπημάντοις | τοῖς | ἀπημάντοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀπημάντους | τὰ | ἀπήμαντᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀπήμαντοι | ἀπήμαντᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπημάντω | τὼ | ἀπημάντω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀπημάντοιν | τοῖν | ἀπημάντοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀπήμαντος < ἀ- + πημαίνω
Πηγές
- ἀπήμαντος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπήμαντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.