ἀναβάτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀναβᾰτα-
ονομαστική ἀναβάτης οἱ ἀναβάται
      γενική τοῦ ἀναβάτου τῶν ἀναβατῶν
      δοτική τῷ ἀναβάτ τοῖς ἀναβάταις
    αιτιατική τὸν ἀναβάτην τοὺς ἀναβάτᾱς
     κλητική ! ἀναβάτ ἀναβάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀναβάτ
γεν-δοτ τοῖν  ἀναβάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀναβάτης < ἀναβαίνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἀναβάτης ( & ἀμβάτης )

  1. ο αναβάτης σε άλογο
  2. εκείνος που έχει σκαρφαλώσει π.χ. σε δέντρο
  3. ο επιβήτορας, το άλογο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.