ἀναβατικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀναβατικός < ἀναβαίνω
Επίθετο
ἀναβατικός
- ικανός επιδέξιος στην ανάβαση
- ανερχόμενος πυρετός (ελληνιστικό)
- ζώο κατάλληλο για να το ιππεύσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.