ἀνία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀνίᾱ | αἱ | ἀνίαι |
| γενική | τῆς | ἀνίᾱς | τῶν | ἀνιῶν |
| δοτική | τῇ | ἀνίᾳ | ταῖς | ἀνίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀνίᾱν | τὰς | ἀνίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀνίᾱ | ἀνίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀνία < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- ἀνιαρός
- ...
Πηγές
- ἀνία - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀνία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.