συνανήκω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνανήκω < μεσαιωνική ελληνική συνανήκω (συγχρονικά αναλύεται σε συν- + ανήκω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.naˈni.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐να‐νή‐κω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
συνανήκω
|
|
Πηγές
- συνανήκω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.