ἀμμωνιακόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀμμωνιακόν τὰ ἀμμωνιακᾰ́
      γενική τοῦ ἀμμωνιακοῦ τῶν ἀμμωνιακῶν
      δοτική τῷ ἀμμωνιακ τοῖς ἀμμωνιακοῖς
    αιτιατική τὸ ἀμμωνιακόν τὰ ἀμμωνιακᾰ́
     κλητική ! ἀμμωνιακόν ἀμμωνιακᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμμωνιακώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀμμωνιακοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀμμωνιακόν < ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακά jmn

Ουσιαστικό

ἀμμωνιακόν ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.