ἀλεξιβρόχιον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀλεξιβρόχιον τὰ ἀλεξιβρόχια
      γενική τοῦ ἀλεξιβροχίου τῶν ἀλεξιβροχίων
      δοτική τῷ ἀλεξιβροχί τοῖς ἀλεξιβροχίοις
    αιτιατική τὸ ἀλεξιβρόχιον τὰ ἀλεξιβρόχια
     κλητική ! ἀλεξιβρόχιον ἀλεξιβρόχια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀλεξιβρόχιον <  δείτε ἀλεξι-, βροχή και -ιον

Προφορά

ΔΦΑ : /a.le.ksiˈvɾo.çi.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεξιβρόχιον

Ουσιαστικό

ἀλεξιβρόχιον ουδέτερο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.