ἀλάστωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλάστωρ οἱ ἀλάστορες
      γενική τοῦ ἀλάστορος τῶν ἀλαστόρων
      δοτική τῷ ἀλάστορ τοῖς ἀλάστορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀλάστορ τοὺς ἀλάστορᾰς
     κλητική ! ἀλάστορ ἀλάστορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλάστορε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλαστόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀλάστωρ άγνωστη ετυμολογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἀλάστωρ, -ορος αρσενικό

  1. πνεύμα εκδίκησης
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 354
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1501 , επίσης στίχ.1508
    ὁ παλαιὸς δριμὺς ἀλάστωρ
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 788
  2. μάστιγα, πληγή (όπως το λιοντάρι της Νεμέας για τους βοσκούς)
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 1092
    Νεμέας ἔνοικον, βουκόλων ἀλάστορα / λέοντ᾽
  3. αυτός που πάσχει εξ αιτίας εκδίκησης, άθλιος, καταραμένος
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 236
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 374
      3ος αιώνας Ωριγένης @scaife.perseus
    μηδαμῶς γὰρ θραυσθεὶς μηδὲ ἐνδοὺς πρὸς τοὺς πόνους ταῦτα εἶπε πρὸς τὸν ἀσεβῆ· „σὺ μᾶλλον, ἀλάστορ, ἐκ τοῦ παρόντος ἡμᾶς ζῆν ἀπολύεις, ὁ δὲ τοῦ κόσμου βασιλεὺς ἀποθανόντας ἡμᾶς ὑπὲρ τῶν αὐτοῦ νόμων εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν ζωῆς ἀναστήσει.“

Συγγενικά

  • ἀλάστορος (επίθετο)
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.