ἀλάστωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀλάστωρ | οἱ | ἀλάστορες |
| γενική | τοῦ | ἀλάστορος | τῶν | ἀλαστόρων |
| δοτική | τῷ | ἀλάστορῐ | τοῖς | ἀλάστορσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ἀλάστορᾰ | τοὺς | ἀλάστορᾰς |
| κλητική ὦ! | ἀλάστορ | ἀλάστορες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλάστορε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀλαστόροιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀλάστωρ άγνωστη ετυμολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ἀλάστωρ, -ορος αρσενικό
- πνεύμα εκδίκησης
- μάστιγα, πληγή (όπως το λιοντάρι της Νεμέας για τους βοσκούς)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 1092
- Νεμέας ἔνοικον, βουκόλων ἀλάστορα / λέοντ᾽
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 1092
- αυτός που πάσχει εξ αιτίας εκδίκησης, άθλιος, καταραμένος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 236
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 374
- ※ 3ος αιώνας ⌘ Ωριγένης @scaife.perseus
- μηδαμῶς γὰρ θραυσθεὶς μηδὲ ἐνδοὺς πρὸς τοὺς πόνους ταῦτα εἶπε πρὸς τὸν ἀσεβῆ· „σὺ μᾶλλον, ἀλάστορ, ἐκ τοῦ παρόντος ἡμᾶς ζῆν ἀπολύεις, ὁ δὲ τοῦ κόσμου βασιλεὺς ἀποθανόντας ἡμᾶς ὑπὲρ τῶν αὐτοῦ νόμων εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν ζωῆς ἀναστήσει.“
Συγγενικά
- ἀλάστορος (επίθετο)
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- ἀλάστωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλάστωρ, Ἀλάστωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.