ἀκρεμών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀκρεμων-, ἀκρεμον-
ονομαστική ἀκρεμών οἱ ἀκρεμόνες
      γενική τοῦ ἀκρεμόνος τῶν ἀκρεμόνων
      δοτική τῷ ἀκρεμόν τοῖς ἀκρεμόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀκρεμόν τοὺς ἀκρεμόνᾰς
     κλητική ! ἀκρεμών ἀκρεμόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκρεμόνε
γεν-δοτ τοῖν  ἀκρεμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀκρεμών < ἄκρος

Ουσιαστικό

ἀκρεμών, -όνος αρσενικό

  1. κλαδί, κλωνάρι (που διακλαδίζεται σε μικρότερα)
  2. (κατ’ επέκταση) το άκρο

Σημειώσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.