ἀκανθών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀκανθών | οἱ | ἀκανθῶνες | ||||
| γενική | τοῦ | ἀκανθῶνος | τῶν | ἀκανθώνων | ||||
| δοτική | τῷ | ἀκανθῶνῐ | τοῖς | ἀκανθῶσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἀκανθῶνᾰ | τοὺς | ἀκανθῶνᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀκανθών | ἀκανθῶνες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκανθῶνε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκανθώνοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀκανθών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄκανθ(α) + -ών
Ουσιαστικό
ἀκανθών, -ῶνος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) τόπος γεμάτος αγκαθωτά φυτά
- άλλες μορφές: ἀκανθεών
Πηγές
- ἀκανθών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκανθεών, ἀκανθών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.